ιμπρεσάριος

ιμπρεσάριος
ο
(λ. ιταλ.)
1. επιχειρηματίας θεατρικών παραστάσεων και άλλων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.
2. αυτός που αναλαμβάνει την παρουσίαση και προβολή κάποιου καλλιτέχνη καθώς και τη διοργάνωση των καλλιτεχνικών εμφανίσεών του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιμπρεσάριος — ὁ 1. επιχειρηματίας θεατρικών παραστάσεων και άλλων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων 2. αυτός που αναλαμβάνει την παρουσίαση και προβολή κάποιου καλλιτέχνη και τού έργου του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. impresario < impresa… …   Dictionary of Greek

  • Ντάβιναντ, Γουίλιαμ — (Sir William Davenant, Κράουν Ιν, Οξφόρδη 1606 – Λονδίνο 1668). Άγγλος συγγραφέας, ιμπρεσάριος και ποιητής. Ποιητής και συγγραφέας έργων για αυλικές παραστάσεις (masques), ανακηρύχθηκε το 1638 «δαφνοστεφής ποιητής» της αυλής. Κατά τον εμφύλιο… …   Dictionary of Greek

  • Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • Γκλουκ, Κρίστοφ Βίλιμπαλντ — (Christoph Willibald Gluck, Ερασμπάχ 1714 – Βιέννη 1787). Γερμανός μουσικοσυνθέτης. Ύστερα από μία ταραγμένη παιδική ηλικία, εγκαταστάθηκε στην Πράγα, όπου έλαβε ουμανιστική και μουσική μόρφωση. Η προτίμηση της εποχής προς το ιταλικό μελόδραμα,… …   Dictionary of Greek

  • Ίρβινγκ, Χένρι — (Sir Henry Irving, Σόμερσετ 1838 – Λονδίνο 1905). Άγγλος ηθοποιός, ιμπρεσάριος και σκηνοθέτης. Ύστερα από μακρόχρονη θητεία σε διάφορους θιάσους, το 1866 κατέλαβε σημαντική θέση στο Saint Jaipes Τheatre του Λονδίνου και αργότερα στο Queen’s· από… …   Dictionary of Greek

  • Ντιαγκίλεφ, Σεργκέι Παύλοβιτς — (Sergey Pavlovich Diaghilev, Νόβγκοροντ, Ρωσία 1872 – Βενετία, Ιταλία 1929). Ρώσος θεατρικός ιμπρεσάριος και κριτικός της τέχνης. Είναι δύσκολο να καθοριστεί η φυσιογνωμία του κορυφαίου αυτού καλλιτέχνη του χορού, που κατόρθωσε να προσδώσει στην… …   Dictionary of Greek

  • Σολέρα, Τεμίστοκλε — (Solera). Ιταλός λιμπρετίστας, συνθέτης και ποιητής (Φεράρα 1815 Μιλάνο 1878). Σπούδασε λογοτεχνία και μουσική στη Βιέννη και στο Μιλάνο. Από το 1846 ήταν σύμβουλος της βασίλισσας της Ισπανίας Ισαβέλλας και ιμπρεσάριος στα λυρικά θέατρα της… …   Dictionary of Greek

  • Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ — (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”